- ρωμαϊκό δίκαιο
- Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ. είναι αυτό το ίδιο νομικό σύστημα που, με μεταγενέστερες τροποποιήσεις και αναπροσαρμογές, διείπε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης μέχρι τις αρχές των νεότερων χρόνων. Η μετά τον Ιουστινιανό ανάπτυξη του συστήματος αυτού στη βυζαντινή αυτοκρατορία παρήγαγε το «βυζαντινό δίκαιο», ενώ εκείνο που αναπτύχθηκε στη δυτική Ευρώπη πήρε το όνομα «Κοινοδίκαιο». Το σύνολο των θεσμών και των θεωρητικών κατασκευών που περιλαμβάνει η ιστορία του ρ. δ. αποτελεί επιβλητική και ζωτική κληρονομιά του αρχαίου κόσμου, η οποία επηρεάζει ευρύτατα, ακόμα και σήμερα, τη νομική επιστήμη. Το ρωμαϊκό δίκαιο, κατά τη στενή του έννοια, διέτρεξε τέσσερα στάδια ανάπτυξης, που συνδέονται με τέσσερις ουσιώδεις περιόδους ιστορικής εξέλιξης του ρωμαϊκού πολιτισμού: της βασιλείας, της δημοκρατίας, της αυτοκρατορίας από τον Αύγουστο μέχρι τους Σεβήρους, και της δεσποτικής μοναρχίας. Με βάση τις κατευθύνσεις που χαρακτηρίζουν το ρωμαϊκό δίκαιο κατά τις διάφορες περιόδους γίνεται λόγος για το jus quiritarium (ή δίκαιο των Ρωμαίων πολιτών – Quirites), που διαπλάστηκε στα στενά πλαίσια της ρωμαϊκής πολιτείας (civitas), για το ρωμαϊκό προκλασικό δίκαιο, που το χαρακτηρίζει μια βαθμιαία μετάβαση προς περισσότερο εξελιγμένες μορφές, για το κλασικό δίκαιο (κατά την πρώτη περίοδο της αυτοκρατορίας), που αποτελεί την πιο εξελιγμένη μορφή του συστήματος, για το μετακλασικό και για το ιουστινιάνειο δίκαιο. Το ρωμαϊκό δίκαιο, από ιστορική άποψη, φανερώνει ένα ανώτατο βαθμό εννοιολογικής εξέλιξης στο πεδίο του ενοχικού δικαίου. Μικρότερη, αντίθετα, σε σχέση προς τη μεγάλη ποικιλία των οικονομικοκοινωνικών και πολιτιστικών συνθηκών, είναι η ιστορική του ζωτικότητα στο πεδίο του δικαίου των προσώπων (όπου η διάπλαση της γενικής κατηγορίας του υποκείμενου δικαίου εμποδίστηκε από την εμμονή στον θεσμό της δουλείας) και ιδιαίτερα στο πεδίο του οικογενειακού δίκαιου. Ακόμα και η αξιοσημείωτη διάπλαση του εμπράγματου δικαίου συναντά σοβαρό φραγμό, εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών της ρωμαϊκής κοινωνίας. Τέλος, το ρωμαϊκό δίκαιο, που επηρέασε ευρύτατα τις διαδοχικές εξελίξεις του ιδιωτικού δικαίου, παρουσιάζει σχετικά μέτρια συμβολή στην ανάπτυξη του δημόσιου δικαίου. Ξεπερνώντας κατά πολύ τις νομικές αντιλήψεις των λαών της αρχαιότητας, οι Ρωμαίοι πέτυχαν προοδευτικά όχι μόνο να πλαισιώσουν εννοιολογικά όλους τους νομικούς θεσμούς που ίσχυσαν κατά την αρχαιότητα, αλλά και να εννοήσουν και να συστηματοποιήσουν τα διάφορα επίπεδα της νομικής ζωής, που αναπτύχθηκαν έξω από τα όρια της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Έτσι στην έννοια του jus civile (δηλαδή του ιδίου δικαίου και, γενικά, του δικαίου κάθε λαού), πρόσθεσαν την έννοια του jus gentium (δηλαδή του δικαίου που οι διάφοροι λαοί είχαν κοινό μεταξύ τους) και το jus naturale (ή του προκατεστημένου δικαίου, αποτελούμενου από φυσικούς κανόνες, που το δίκαιο κάθε λαού δεν μπορεί να καταλύσει και το οποίο κατά μεγάλο μέρος, είχε περιληφθεί στο jus gentium). Άλλη σπουδαία διάκριση που διέπλασαν οι Ρωμαίοι είναι η σχετική με τo jus commune, το δίκαιο που έχει χαρακτήρα γενικότητας ως προς τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται, το jus singulare, το ιδιαίτερο δίκαιο ορισμένων κατηγοριών προσώπων, πραγμάτων ή σχέσεων, και το privilegium, τη ρύθμιση που αφορά αποκλειστικά ορισμένα υποκείμενα. Προικισμένοι τέλος με οξύτατο πρακτικό αισθητήριο, οι Ρωμαίοι παρενέβαλαν στη γενική έννοια του jus (ή του υπό στενή έννοια ισχύοντος δικαίου) την έννοια της επιείκειας (aequitas), δηλαδή μιας αρχής λογικής προσαρμογής του ισχύοντος δικαίου προς τις συγκεκριμένες και ατομικές απαιτήσεις της πραγματικής ζωής. Η τελευταία αυτή διάκριση επέτρεψε στους Ρωμαίους να αναπτύξουν ευρύτατα τους αρχικούς νομικούς θεσμούς, προσαρμόζοντάς τους προς τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες και πραγματικές καταστάσεις, διατηρώντας όμως οργανικά τις παλιές μορφές του δικαίου τους. Το ρ.δ. των προσώπων κατασκεύασε την έννοια του υποκείμενου του δικαίου, συντονίζοντας τις δυο έννοιες της ελευθερίας και της ρωμαϊκής ιθαγένειας και αποκλείοντας έτσι από την κατηγορία των υποκείμενων του δικαίου τους δούλους και τους αλλοδαπούς. Εξάλλου, η ιδιαίτερη σημασία της κοινωνικής διάκρισης οικογενειακών ομάδων έκανε να διαβαθμίζεται η ικανότητα του υποκειμένου σε σχέση προς τη θέση που κατείχε μέσα στην οικογενειακή ομάδα. Παρ’ όλα αυτά, η έννοια αυτή του υποκείμενου δικαίου (αν και περιορισμένη ως προς την έκταση της εφαρμογής της) επέτρεψε στους Ρωμαίους να διατυπώσουν ευρύτατη τυπολογία των νομικών πράξεων που λάμβαναν χώρα μεταξύ των ελεύθερων πολιτών και των αρχηγών οικογενειακής ομάδας είτε σε σχέση προς τις ενοχές (υποσχέσεις, συμβάσεις, οιονεί συμβάσεις, ενοχές από αδικοπραξίες) είτε σε σχέση προς τα εμπράγματα δικαιώματα (κυριότητα, δουλείες, επιφάνεια, εμφύτευση, ενέχυρο, υποθήκη, νομή). Το δίκαιο της οικογένειας παράμεινε, αντίθετα, περιορισμένο είτε από την ιδιαίτερη δομή της οικογενειακής ομάδας (διαίρεση σε ελεύθερους και δούλους, περιορισμός της δικαιοπρακτικής ικανότητας των υπεξούσιων και της συζύγου) είτε από την ηθικοθρησκευτική ρωμαϊκή παράδοση (ειδικά, κατ’ αναφορά προς τον γάμο). Τα ίδια αυτά όρια αντικατοπτρίζονται στο κληρονομικό δίκαιο, όπου οι Ρωμαίοι εισήγαγαν έννοιες και θεσμούς που ισχύουν ακόμα και σήμερα (έννοια της διαθήκης και της ελεύθερης διάθεσης με διαθήκη, έννοια της εξ αδιαθέτου διαδοχής, κληροδότημα, κληρονομική διανομή και ευεργέτημα της απογραφής). Λιγότερη πλαστικότητα, όπως έχει ειπωθεί, παρουσιάζει το ρωμαϊκό δημόσιο δίκαιο είτε στον τομέα του συνταγματικού και του ποινικού δικαίου είτε στον τομέα του πολύπλοκου δικονομικού δικαίου. Δυο είναι, κατά τους Ρωμαίους, οι θεμελιώδεις πηγές του δικαίου: το έθιμο (που αρχικά είχε το προβάδισμα) και ο νόμος. Το πρώτο, σταθερή επανάληψη ομοιόμορφης συμπεριφοράς συνοδευόμενη από τη συνείδηση του υποχρεωτικού της χαρακτήρα, αποτελεί το άγραφο δίκαιο. Ο δεύτερος, που τίθεται από αρμόδια όργανα, αποτελεί το γραπτό δίκαιο. Τα όργανα αυτά ποίκιλλαν κατά τις διάφορες ιστορικές περιόδους. Κατά την πρώτη φάση αποτελούνταν από τα comitia curiata (συγκροτούμενα ίσως από μόνους τους πατρικίους) και αργότερα από τα comitia centuriata και τα comitia tributa, που έπαιρναν νομοθετικές αποφάσεις μετά από πρόταση των ανώτατων αρχόντων (βασιλιά, ύπατου, πραίτορα). Κατά τους επόμενους χρόνους απέκτησε επίσης νομοθετική εξουσία ο λαός, συνερχόμενος στα consilia tributa του δήμου. Στη δεύτερη φάση αναφάνηκε, ως ευρύτατο τμήμα του ρ.δ., το δίκαιο που καθόριζαν κάθε χρόνο τα διατάγματα των πραιτόρων (Jus honorarium), και που έγινε ουσιαστικό μέσο ανανέωσης και εκσυγχρονισμού του δικαίου. Αυξήθηκε, εξάλλου, το βάρος της νομοθεσίας που απέρρεε από τη Γερουσία (senatus consulta), και, τέλος, απόκτησε προέχουσα σημασία το δίκαιο των αυτοκρατορικών πράξεων (διατάγματα, οδηγίες, διατάξεις, έγγραφες απαντήσεις). Σπουδαιότατος υπήρξε στη Ρώμη ο ρόλος της θεωρίας, που αποτελούσε ερμηνεία και ταυτόχρονα πηγή του δικαίου, όταν οι νομομαθείς (juris consulti) ήταν εξουσιοδοτημένοι με το jus respodendi. Κατά τον 4o αι. π.X. περίπου αρχίζει η διαδικασία εκλαΐκευσης της νομικής γνώσης, που κατά το παρελθόν ήταν συνενωμένη με τις θρησκευτικές λειτουργίες. Κατά τον 1o αι. π.X., τα νομικά αποκτούν σαφώς επιστημονικούς χαρακτήρες με τους δυο μεγάλους νομικούς, τον Κουίντο Μούκιο Σκαιόλα και τον Σέρβιο Σουλπίκιο Ρούφο. Ακολουθούν διαδοχικά δυο μεγάλες σχολές: οι προκουλιανοί (από τον Πρόκουλο), νεωτεριστές και προοδευτικοί, και οι σαβινιανοί (από τον Μασούριο Σαβίνο), οπαδοί της παράδοσης. Μεταξύ των πρώτων καταλέγονται ο Μάρκος Αντίστιος Λαβέων και ο Γιουβέντιος Κέλσος· μεταξύ των δεύτερων ο Γιαβολένος Πρίσκος, ο Σάλβιος Ιουλιανός, ο Παπινιανός. Η κλασική νομική επιστήμη γνωρίζει το απόγειό της υπό τον Αδριανό, με τον Σέξτο Πομπώνιο και τον Γάιο. Αργότερα, υπό τους Σεβήρους, διακρίνονται ο Παύλος, ο Ουλπιανός, ο Μοδεστίνος. Στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό οφείλεται η συστηματοποίηση της ρωμαϊκής παράδοσης με το Corpus Juris Civilis. Το 529 μ.Χ. τέθηκε σε ισχύ ο νέος ιουστινιάνειος κώδικας (Codex Iustinianus), που συγκέντρωσε τις διατάξεις και τις γραπτές απαντήσεις των αυτοκρατόρων· ο κώδικας αντικαταστάθηκε το 534 από νέα έκδοση, αναθεωρημένη υπό τη διεύθυνση του Τριβωνιανού (Codex repetitae praelectionis). Ο ίδιος ο Τριβωνιανός διηύθυνε τη συλλογή της νομικής παράδοσης που δημοσιεύτηκε το 533 υπό το όνομα των Διγέστων ή του Πανδέκτη (Digesta seu Ρandectae), σε 50 βιβλία. Το τρίτο μεγάλο ιουστινιάνειο κείμενο είναι ένα εγχειρίδιο προορισμένο για τη διδασκαλία: οι Εισηγήσεις (Institutiones sive elementa) σε τέσσερα βιβλία. Αν και τυπικά δεν στερείται ελαττωμάτων, η συστηματοποίηση αυτή που πραγματοποίησε ο Ιουστινιανός διακρίνεται για την πρωτοτυπία και την ευρύτητα των μεταρρυθμίσεων που διορθώνουν την παραδοσιακή τυπολογία, αναπτύσσοντας μια γόνιμη αντίληψη για τον ανθρωπισμό (humanitas) και την επιείκεια (aequitas). Νεότερες διατάξεις είναι οι λεγόμενες Νεαραί (Novellae), των οποίων ο αριθμός δεν είναι ακριβώς γνωστός (κυμαίνεται μεταξύ 137 και 170). Το ρ.δ. επί αιώνες εφαρμόστηκε στο Βυζάντιο ως βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, ακόμα και επί τουρκοκρατίας· ως ιδιωτικό δίκαιο των Ελλήνων συνδέθηκε με την περί δίκαιου συνείδηση του ελληνικού λαού και από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ίσχυσε ως αστικό δίκαιο (διάταγμα της 23 Φεβρ. 1834), με μερικές τροποποιήσεις, μέχρι της 23 Φεβρ. 1946. Από τότε ισχύει ο Αστικός Κώδικας (A.N 2250/1940), βασισμένος, όπως και όλα τα νεότερα αστικά δίκαια της Ευρώπης, στο ρωμαϊκό δίκαιο.
Dictionary of Greek. 2013.